κατευθυνομένων

κατευθυνομένων
κατευθῡνομένων , κατευθύνω
make
pres part mp fem gen pl
κατευθῡνομένων , κατευθύνω
make
pres part mp masc/neut gen pl
κατευθῡνομένων , κατευθύνω
make
pres part mp fem gen pl
κατευθῡνομένων , κατευθύνω
make
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support …   Wikipedia

  • αεριώθηση — (I) η η προώθηση με διατάξεις, οι οποίες αναρροφούν αέρα, τόν συμπιέζουν, τόν θερμαίνουν με τη βοήθεια ενός καυσίμου και τέλος εκτοξεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση τα αέρια που προκύπτουν. (II) η η πρόωση αεροσκαφών και κατευθυνόμενων βληματών …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …   Dictionary of Greek

  • ιόντων, πηγή — Συσκευή για την παραγωγή κατευθυνόμενων δεσμών ιόντων που χρησιμοποιούνται κυρίως στους επιταχυντές σωματιδίων, στους φασματογράφους μάζας, στα ιοντικά μικροσκόπια κ.α. Στη συσκευή αυτή μια λεπτή δέσμη αερίου, για παράδειγμα υδρογόνου ή ηλίου,… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • Λος Άντζελες — (Los Angeles). Πόλη (3.694.820 κάτ. το 2000) των Ηνωμένων Πολιτειών, στο νότιο τμήμα της πολιτείας της Καλιφόρνια. Το Λ.Ά. βρίσκεται στην ακτή του Ειρηνικού ωκεανού, σε μία μικρή πεδιάδα, περικλεισμένη στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της από βουνά …   Dictionary of Greek

  • Μπράουν, Βέρνερ φον- — (Werner von Braun, Βίρζισκ, Πολωνία 1912 – 1977). Γερμανός μηχανικός. Νεότατος ασχολήθηκε με προβλήματα αστροναυτικής, από το 1930 υπήρξε βοηθός του καθηγητή Χέρμαν Χόμπερτ και τελειοποιήθηκε ιδιαίτερα στον τομέα των πυραύλων. Κατά τη δεκαετία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”